Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να ξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει!
Να τρέφει όλους του αργούς,
ναχει τσούρμο υπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα!
Ναχουν κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε,
τον κλέφτη να γυρεύουνε!
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρουμε τι λέγεται ντροπή!
Αντίληψη σπαθί, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου και καππού,
συγχρόνως μπούφος κι αλεπού!
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον Ευρωπαίο.
Στα δυο φορώντας τα πόδια που χει,
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι!
Σουλούπι- μπόι μικρομεσαίο,
ύφος του γόη ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης!
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το "δε βαριέσαι" "ωχ αδερφέ".
Ωσάν πολίτης σκυφτός ραγιάς,
σαν πιάσει πόστο... Δερβεναγάς!
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς.
Ω Ελλάς, ηρώων χώρα,
τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα!
Γεώργιος Σουρής