"Η ιστορία αυτή δεν έχει τίποτα το μακάβριο και καταθλιπτικό. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Είχα πάει προχθές σε ένα χωριό όπου ζουν συγγενείς μου. Κάποια στιγμή, κάνοντας βόλτα στους δρόμους του, είδα σε μία εγκαταλελειμμένη αυλή ένα κλίμα με τα τσαμπιά του να κρέμονται προκλητικά! Πλησίασα, έκοψα δύο-τρεις ρόγες και αφού τις σκούπισα λίγο τις έβαλα στο στόμα μου. Τι γλύκα ήταν εκείνη! Απίστευτη αλλά πραγματική. Το είπα στο συγγενή που με συνόδευε.
-Ξέρεις ποιος φύτεψε αυτό το κλίμα; Με ρώτησε.
-Ποιός;
-Ο τάδε.
-Μα αυτός έχει πεθάνει πριν από μισό αιώνα, είπα.
-Το κλίμα όμως που φύτεψαν τα χέρια του ζει!
-Και με γλυκαίνει, είπα, απότιστο κι αφρόντιστο.
Και τότε "διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί μου". Και είδα τον κεκοιμημένο να με φροντίζει, από την άλλη ζωή, δείχνοντάς μου το σύνδεσμο που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σ' εμάς και σ' εκείνους. Και που επαληθεύει το λόγο του λογοτέχνη Σπύρου Μελά "ζούμε με τους νεκρούς". Αφού αυτοί έχουν εφεύρει (παράδειγμα) το ηλεκτρικό, αυτοί έχουν ξεχερσώσει τους αγρούς που φυτεύουμε, αυτοί μας έχουν προσφέρει τον όποιο πολιτισμό έχουμε, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά επί αιώνες.
Και άρα εμείς, ως τωρινοί, πρέπει να νοιαστούμε για αυτούς που θα 'ρθουν αύριο, σαν τον αιωνόβιο παππού της ιστορίας, που φύτευε δέντρα ενώ ήξερε πως δεν επρόκειτο να απολαύσει τους καρπούς του..."
Πηγή: Περιοδικό "Δημοσιογραφική" 2012 του Ιω. Μενούνου